- κληϊστός
- κληϊστός: that may be closed, Od. 2.344†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κληιστός — κληϊστός, ή, όν (Α) ιων. τ. βλ. κλειστός … Dictionary of Greek
κλειστός — ή, ό (AM κλειστός, ή, όν Α ιων. τ. κληϊστός, παλ. αττ. τ. κληστός) [κλείω (I)] 1. κλεισμένος, κλειδωμένος, σφαλιστός (α. «κλειστά παράθυρα» β. «οὐ δῶμα γαίας κλειστόν», Ευρ.) 2. αυτός διά μέσου τού οποίου δεν επιτρέπεται η επικοινωνία (α. «τα… … Dictionary of Greek
πολυκλήϊστος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει πολλούς δεσμούς, πολλούς συνδέσμους 2. (κατ επέκτ.) στέρεος, γερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κληϊστός, ιων. τ. τού κλειστός «κλειδωμένος, σφαλιστός»] … Dictionary of Greek